ξεκομμένος

ξεκομμένος
ayrılmış, kopmuş

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξεκομμένος — η, ο [ξεκόβω] 1. αποχωρισμένος, αποσπασμένος 2. απομονωμένος, μεμονωμένος. επίρρ... ξεκομμένα 1. σύντομα και απερίφραστα («τού τό πα ξεκομμένα») 2. αμετάκλητα …   Dictionary of Greek

  • ξεκόβω — ξεκόβω, ξέκοψα, ξεκομμένος βλ. πίν. 7 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεκόβω — και ξεκόφτω ξέκοψα, ξεκομμένος 1. μτβ., αποσπώ κάποιον, απομακρύνω: Τον ξέκοψαν από το σχολείο. 2. αμτβ., απομακρύνομαι, σταματώ να συχνάζω κάπου, απέχω: Ξέκοψε τελευταία από την παρέα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”